Ξεπέρασέ το!

Ξεπέρασέ το!

- Ξεπέρασέ το! είπε ο νεαρός χαμογελώντας από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του, κάνοντας με να καταπιώ τη γλώσσα μου, το θυμό μου, την αγανάκτησή μου.

Δευτερόλεπτα πριν, είχε παραβιάσει το stop στη διασταύρωση, αναγκάζοντας με σε μεγαλοπρεπές φρενάρισμα. Τον ακολούθησα, τον διπλάρωσα – που να πήγαινε με την κίνηση; - και πάνω που άνοιγα το παράθυρο προκειμένου να εξασκήσω τα γαλλικά μου με αποστόμωσε:

- Ξεπέρασέ το!

Ό,τι κι αν σκέφτηκα στα δευτερόλεπτα που έμεινα με το στόμα ανοιχτό, εν είδη χάνου, δεν ήταν ούτε στο παραμικρό ικανό να αντιπαρατεθεί στη μεγαλόπρεπη ατάκα του νεανία. Το ξεπέρασα, τι άλλο να έκανα;

Σε τι θα ωφελούσε την μεγάλη υπόθεση της οδικής ασφάλειας ένας καυγάς με άγνωστο άτομο, άγνωστη εξέλιξη, άγνωστη κατάληξη εν μέση οδώ; Σε τι θα ωφελούσε ένας διάλογος επί υποθετικών σεναρίων, επί τετελεσμένων, χωρίς ατζέντα, χωρίς κανόνες και στόχο; Στην ικανοποίηση του εγωισμού μου ίσως αλλά πόση πραγματικά σημασία έχει αυτό; Το ξεπέρασα λοιπόν κι έσωσα τη μέρα μου και τη διάθεσή μου.

Από τότε, έχω χρησιμοποιήσει συχνά την ατάκα με την ελπίδα να δράσει αποστομωτικά, καταλυτικά και λυτρωτικά σε ποικιλία περιπτώσεων, κυρίως σε πολιτικά ζητήματα. Όχι πάντα με επιτυχία. Επιμένω όμως ότι αν πραγματικά κάποιοι εξ ημών και υμών ξεπερνούσαμε δικαιολογημένο ίσως θυμό ή πικρία, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους.

Θα ήταν καλύτερα, γιατί δημόσιος διάλογος δεν γίνεται και πολιτική δεν ασκείται στη βάση πικρίας – δικαιολογημένης ή μη δεν έχει καμιά σημασία. Δεν γίνεται στη βάση ικανοποίησης πληγωμένων εγωισμών και πολύ περισσότερο δεν τελεσφορεί όταν ως προτεραιότητα τίθεται η αναγνώριση της πρόβλεψης – πάντα στηριζόμενη σε γνώση, ποτέ στην τύχη! – και η γονυκλισία μπροστά στα πάμπολλα «σας τα 'λεγα εγώ».

Τα πράγματα θα ήταν σαφώς καλύτερα, αν επί παραδείγματι πληγωμένοι Πασόκοι ξεπερνούσαν την - άδικη πράγματι σε πολλές περιπτώσεις, και καθαρά ψηφοθηρική σε άλλες τόσες - εχθρική κριτική στις κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου από την Σαμαρική Νέα Δημοκρατία και όχι μόνον. Η πολιτική αντιπαράθεση θα ήταν πιο υγιής και περισσότερο αποτελεσματική, αν οι ίδιοι οι οπαδοί του Γ.Α.Π. με τη σειρά τους ξεπερνούσαν την ήττα τους από τον Σημίτη το μακρινό 1996, αν οι Καραμανλικοί ξεπερνούσαν την απομάκρυνσή του εκ Ραφήνας ορμώμενου τέως πρωθυπουργού από την ηγεσία του κόμματος. Όλα θα είναι καλύτερα αν πολλοί εξ ημών αναγκαστούμε να καταπιούμε την πολλές φορές αυστηρή, ακραία παράλογη και επικίνδυνα καταστροφολογική κριτική μας στον Σύριζα και την πολιτική του.

Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν δεν εμέναμε στην άποψή μας, την οποία στηρίξαμε με πάθος, ένταση, κόπο και δεκάδες γραπτά, όταν αυτή και εμείς μαζί της, υποσκελιζόμαστε από τις εξελίξεις και τα γεγονότα. 

Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν, επιτέλους, αποδεχόμαστε την απλή – απλούστατη βασική αρχή της δημοκρατίας ως πολίτευμα με όλες της της αδυναμίες: αυτής της εναλλαγής στην εξουσία όσων εντέλλονται γι' αυτό από το σώμα των ψηφοφόρων. Αν επεκτείναμε αυτή την αποδοχή στην κατανόηση ότι το κράτος (αντίστοιχα, η περιφέρεια, ο δήμος κ.ο.κ.) δεν είναι κάποιο είδος βραβείου το οποίο λαμβάνουν, καταλαμβάνουν και αλώνουν οι νικητές των εκλογών. Είναι ένας θεσμός στην υπηρεσία των πολιτών ως σύνολο, ως κοινωνία η διαχείριση του οποίου παραχωρήθηκε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για συγκεκριμένο λόγο.

Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν ξεπερνούσαμε πολλές από τις ατομικές και μαζικές αγκυλώσεις, πολλά «κολήματά» μας.