Απογευματινό φως

Απογευματινό φως

Απογευματινό φως

Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο, για να έχουμε φως και ησυχία. Δεν τον μπορούσα τον πολύ τον κόσμο. Τα δρύινα σκαλοπάτια του πάλαι ποτέ αρχοντικού σπιτιού και νυν γουστόζικου καφέ έτριζαν μελωδικά σε κάθε μας πάτημα οριοθετώντας σταδιακά το χώρο της βαβούρας και της ησυχίας. Τώρα φανερά περνούσαμε από τη χλαλοή και το φωνοκόπι στην ηρεμία, την κυοφορούμενη αρμονία και αυτό μάλλον δεν είχε να κάνει με το αυτί, αλλά με την αισθητική μας

Ο όροφος θύμιζε σοφίτα, ελαφρώς και αυθαίρετα μεγαλωμένη. Λίγα τραπέζια, παλιοί δερμάτινοι καναπέδες και ξύλινες καρέκλες με πράσινα βελούδινα μαξιλαράκια στο κάθισμα και τα μπράτσα. Η σερβιτόρα μια ευγενέστατη νεαρή ανεβοκατέβηκε με ταχύτητα για να μας φέρει νερό. Η μουσική έπαιζε τόσο, όσο. Ενίοτε μερικά τραγούδια μας έκαναν να σταματούμε την κουβέντα και τη ροή της, λέγοντας ‘’άκου, άκου’’ και έπειτα σιγοτραγουδώντας τα. Ώρα πέντε και μισή μετά μεσημβρίαν και το απογευματινό φως εισέβαλε ειρηνικά από τα τρία παράθυρα με τα λευκά ξεφλουδισμένα κουφώματα.

Αυτό ήταν. Αυτό είναι. Δεν ήταν ο χώρος, οι ήχοι και η ωραία μυρωδιά του παλαιού, αλλά εκείνο το φως που τα νοηματοδοτούσε και τα επαναμάγευε όλα. Εκείνη η λαμπερή κολοκυθί ακτίνα που αν κλεινόταν σε βάζο, θα γινόταν ένα λεπτόφλουδο και εύγεστο γλυκό του κουταλιού. Το φως λειτουργούσε σαν ένα ατσαλάκωτο κάλυμμα στους καναπέδες και τις καρδιές των ανθρώπων, σαν ένα γυαλιστικό για το ξύλινο πάτωμα και σαν ένα μενεξεδένιο άρωμα για το χώρο. Ή μάλλον ήταν η ζείδωρη πηγή που δυναμίτιζε όλα τα καταπιεσμένα αρώματα και τα έκανε σε μια στιγμή να ξεπηδήσουν, να αναβλύσουν σαν μύρο από ιερό σώμα, σαν μέλι εκ πέτρας και σαν σαμπουάν με μπισκότο και γάλα καρύδας από τα μαλλιά της.

Είχε επιβάλλει –θα το πω απλά- στο χώρο το ωραίο, τη νόηση του ωραίου, την άπεφθη και πρωτόγονη σύλληψή του. Σε διέταζε να το απαθανατίσεις με κάμερα, όμως αυτοστιγμεί σε έκανε να αναθεωρήσεις, να το συλλάβεις με τα μάτια και να το συναισθανθείς με το πνεύμα. Κοινώς να το χαζέψεις. Η φωτογραφία ποτέ δεν είναι ακριβής και σε κάτι τέτοιο η έλλειψη ακρίβειας θα φλέρταρε με την αλλοίωση και την καχεξία.

Αυτή η βαθιά και πηχτή λάμψη που χώθηκε από τα παράθυρα όπλισε τα χέρια μας με ηλιόπλεχτα κομπολόγια με πορφυρένιες χάντρες, όμοιες με τις κόρες των ματιών της. Το φως διαθλώμενο μέσα από το τζάμι και το ποτήρι με νερό που ύψωσα και κοσκινισμένο στα μάτια της –έρημες ηλιόλουστες ακρογιαλιές, προκαλούσε ιριδισμούς που θύμιζαν λιωμένο σάπφειρο. Το υγρό αιωρούταν αν μισόκλεινες τα μάτια και εστίαζες στις αντανακλάσεις.

Η εικόνα αυτή για κάποιο λόγο μου φέρνει στο μυαλό την αρχή από τα Ωδεία και Καφωδεία του Μάνου Χατζιδάκι από τα σχόλια στο Τρίτο.

"Καφωδείον σημαίνει, σε ώρα ιδίως απογευματινή, όταν δεν έχει δύσει ολότελα ο ήλιος, να πίνεις το καφεδάκι σου, να ψάλλεις το μεράκι σου και να πλησιάζεις την επιθυμία σου γυμνή-φωτογραφία κόρης ή και εφήβου τρέχοντος εις την πλατεία της συνοικίας. Κι' ο φωνόγραφος να παίζει ένα τραγούδι του Χριστιανόπουλου ασταμάτητα και βραχνά:

Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
Για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία…
Θανάση, Αχ Θανάση...

Όπως λοιπόν η αληθινή μουσική δεν εκφράζεται, δεν ξεδιπλώνεται στον άτυχα προορισμένο γι’ αυτή χώρο, δηλαδή στο ωδείο, αλλά έχει ανάγκη το καφωδείο, με κίνδυνο διαφορετικά να χάσει την αθανασία για ένα γράμμα, για μια μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια που με λίγο τράβηγμα καθίσταται σημαντική, έτσι και οι άνθρωποι θέλουν τις συνθήκες, τον χωροχρόνο και τον προβολέα που φωτίζει με φως του ηλίου για να ξεδιπλώσουν τα μύχια και τα κεκρυμμένα τους, τ’ αληθινά τους . Κάπως έτσι έφτασα να συνδέω το σχόλιο αυτό του Μάνου με το απογευματινό φως.

Η ελαφριά και δροσερή κουβέρτα του απογευματινού ηλίου διαχέει την αρμονία ολούθε. Μέχρι και το τσιγάρο που ρουφάς αν και είναι το πολλοστό από το πρωί δεν σε μπουκώνει. Το φως και η αίσθηση που έχει πλέξει σε παρασέρνει σε ένα στρωμένο δρόμο, οδηγώντας με σιγουριά τα βήματά σου. Σε κάνει να ξεχειλίζεις από σκέψεις, εικόνες και λέξεις, να τραγουδάς αυτά που κάποτε μονολογούσες. Οι παιδικές ενθυμίσεις αίρουν τις επίμονες ενήλικες υπενθυμίσεις. Οι αρμοί των στιγμών σφίγγουν.

Αυτό το πορτοκαλί φως που όσο ο ήλιος κατεβαίνει εξασθενεί είναι ποταμός μυθικής λάβας. Χυτήριο για να λιώσεις το στέμμα που νομίζεις ότι φοράς και μείγμα για να πλάσεις και να σμιλέψεις το στέμμα που σου λείπει.

Το απογευματινό φως δεν είναι σαν το πρωινό, δεν γεννά προσδοκίες, δεν δίνει κάποια εντολή. Είναι απλά εκεί. Ξεκουραστικό. Ταυτίζεται με τον άνθρωπο που συνειρμικά σκέφτεσαι όταν το χαζεύεις, τον άνθρωπο που σου κελαηδάει την αρμονία.

Κι όταν το ίδιο αυτό φως χτυπά στα μούτρα τον άνθρωπο που σκεφτόσουν όταν το έβλεπες, κοντεύεις αν ξεχάσεις όχι την ώρα, αλλά την ίδια σου την ύπαρξη.

‘’…Τα καφεδάκια σας’’