Λεωφορείον, η Ελλάς...

Λεωφορείον, η Ελλάς...

Της μόδας τα λεωφορεία τελευταία· τόσο που τείνουν πλέον να εξελιχθούν σε κινούμενα ποιητικά καφενεία. Το παρακάτω σκηνικό πάντως συνέβη λίγες μέρες προτού μπούμε επισήμως στη μετά Καβάφη εποχή. Μου μεταφέρθηκε από φίλο.

Ελλάς (και Έλληνες) του 2013. Ή μάλλον Λεωφορείον η Ελλάς...

Αστικό λεωφορείο, γραμμή Φιξ – Τζιτζιφιές. Μια πολύ σικάτη, κομψή τύπισσα, κοντά δυο μέτρα μαζί με τη δωδεκάποντη γόβα-στιλέτο, δέχεται επίθεση εκ των όπισθεν από μια μελαμψή εκδοχή του Νίκου Ρίζου. Ο τύπος, που ζήτημα είναι αν τη φτάνει μέχρι τις παρυφές του βυζιού, της ορμάει από πίσω και τη χουφτώνει φανερά και ξεδιάντροπα.

 Η τύπισσα, ξεπερνώντας σε δέκατα το αρχικό σοκ, τον αρπάζει από το λαιμό και τον πλακώνει στην κλωτσοπατινάδα. Ο ορισμός του καροτσακίου, από τη γαλαρία του λεωφορείου τον έφτασε δίπλα στον οδηγό κλωτσοπατώντας τον και σιχτιρίζοντάς τον με πλουσιότατο,  ομολογουμένως, ελληνικότατο λεξιλόγιο (διανθισμένο, για τις ανάγκες της περίστασης, με τα απαραίτητα γαλλικά).

«Θα σε πάω στην αστυνομία, ρε καριόλη», να του φωνάζει μεταξύ άλλων σε έξαλλη κατάσταση.

«Όχι, όχι, σε παρακαλώ, συγνώμη, είμαι άνεργος, μη με πας στην αστυνομία» να ψελλίζει έντρομος ο άλλος.

«Χέστηκα, ρε!» να απαντάει η τύπισσα. «Κι επειδή είσαι άνεργος, πρέπει να κάτσω να με πηδήξεις;»

Κι όλα αυτά, τη στιγμή που ο οδηγός συνέχιζε να οδηγεί απαθής και αμέριμνος, λες και πήγαινε εκδρομή την τάξη της Γιαντικιάρογλου. Οι δε συνεπιβάτες αγρόν ηγόραζαν. Ώσπου πετάχτηκε ένας κυριούλης απ’ τα μπροστινά καθίσματα για συμπαράσταση:

«Τι της έκανες, ρε αλήτη, της κοπέλας;»

Αυτό. Ούτε να σηκωθεί, ούτε τίποτα. Τι-της-έκανες-ρε-αλήτη-της-κοπέλας.

Και, τσουπ, στο καπάκι πετάγεται και μια κυριούλα απ’ τη γαλαρία.

«Εμ, βέβαια, είναι και ξένος, ο αλήτης...»

Εκεί να σ’ έχω...

Ο δαρμένος αρχίζει να ωρύεται:

«Όχι, όχι, δεν είμαι ξένος, Έλληνας είμαι, να σας δείξω και ταυτότητα!»

Η τύπισσα -που δεν έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί πάνω του με άψογο ποδοσφαιρικό στιλ και το δεξί και το αριστερό της πόδι, ακόμα κι ο Μέσι θα τη ζήλευε- αρχίζει να ουρλιάζει:

«Στ’αρχίδια μου, ρε μαλάκα, αν είσαι Έλληνας, ορθόδοξη κηδεία θα σου κάνω!»

Ο δε κυριούλης στρέφει πλέον αλλού το κέντρο του ενδιαφέροντός του. Γυρνάει στην κυριούλα και χειρονομώντας φωνασκεί:

«Αμέσως εσύ, να πεις ότι είναι ξένος! Ρατσίστρια, ε, ρατσίστρια!»

«Δεν είμαι ρατσίστρια, αυτός είναι ξένος!» (Οκ, αυτό δεν το είπε η κυριούλα, ε, γραφιάς είμαι, η μυθοπλασία είναι στο αίμα μου)

Εν πάση περιπτώσει, ο κυριούλης και η κυριούλα ξέχασαν την τύπισσα και τον δαρμένο κι άρχισαν να βρίζονται μεταξύ τους.

Η δε ατάκα – καταλύτης ανήκει αναμφίβολα στον κυριούλη:

«Νεαρέ! Αυτήν έπρεπε να χουφτώσεις, βρε! Την παλιορτσίστρια!»...

(Ελληνική) Κοινωνία ώρα μηδέν, που θα ’λεγε κι ο Κούρκουλος.

Όχι άλλο κάρβουνο, ρεεε!