Πώς μυρίζει το καλοκαίρι;

Πώς μυρίζει το καλοκαίρι;

Με το άνοιγμα διαρκείας των επουράνιων κρουνών σε όλη την επικράτεια, ο τίτλος μπορεί να φανεί λίγο παράταιρος, λίγο εκτός τόπου και χρόνου που λέμε. Αν φανεί, δεν είναι μόνο ο τίτλος, αλλά κι εγώ, γιατί επιμένω να θεωρώ ακόμη και τον όμβρο και την πτώση της θερμοκρασίας, καλοκαιρινά. Όχι για λογοτεχνικούς και μεταφυσικούς λόγους. Το γράμμα του ημερολογίου το λέει ρητά.

Σίγουρα τη φήμη της μυρωδιάς και της ευωδίας έχει η Άνοιξη, ενώ το καλοκαίρι πάντα ως προς τη μύτη μάς περνούσε αδιάφορο. Είχε άλλες χάρες και είχαμε άλλες προτεραιότητες από το να το μυρίσουμε. Ωστόσο, είναι αυτό που έχει τις περισσότερες, τις πιο μυστήριες και ανακατεμένες μυρωδιές. Ένα αμάλγαμα αρωμάτων μαγειρεμένων εννοιών, που διατηρούν την αυτοτέλειά τους παρ’ όλο που ψήνονται στο ίδιο καζάνι, στους ίδιους βαθμούς.

Στο μεταιχμιακό χωροχρόνο της εγκατάλειψης της μόνιμης βάσης και της καλοκαιρινής φυγής ξεκινά η παράταξη των ερεθισμάτων. Ο αφρός ξυρίσματος που αμφιταλαντεύεσαι αν θα πάρεις μαζί σου, τελικά σου πέφτει από τα χέρια, το καπάκι χοροπηδάει στο πάτωμα και αποφασίζεις να ρίξεις λίγο στα χέρια σου, έτσι. Η δυσκολότερη δουλειά για την τελευταία στιγμή -όπως πάντα- η επιλογή του βιβλίου. Φυσικά, έχουν προηγουμένως υπάρξει λίστες επιλογής και αναίρεσης των επιλογών, τόσες που το κριτήριο για αυτά που πέρασαν στην τελική φάση είναι η μυρωδιά τους. Τυχαία σελίδα, μυτιά, χαρτίλα.

Το πρωινό ξύπνημα και ξεκίνημα προσφέρει τη δυνατότητα οσμής της τελευταίας ξενυχτισμένης ή πρώτης εωθινής ανάσας του χώματος. Η διαδρομή πλέκει, εμπλέκει και περιπλέκει μυρωδιές μέσω του αέρα και της στάσιμης κάψας, που εναλλάσσονται στο δρόμο. Σε όλες τις καλοκαιρινές διαδρομές του καθενός συναντώνται βουκολικές χαμοκέλες και αγροτικές εκτάσεις. Από τις μεν αναδύεται η μπόχα τις κοπριάς του ποιμνίου, ενώ από τις δε η καιόμενη ξέρα των χόρτων που αποφάσισε να κάψει με αέρα ένας ανεύθυνος με την ελπίδα να συνομιλήσει με το Θεό. Η πάντα μοναδική και διαφορετική μυρωδιά είναι εκείνη που πιάνει η μύτη ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να φαίνεται το χαρακτηριστικό σημείο της άφιξης. Είναι μια ταμπέλα, ένα σούπερ μάρκετ, ένα κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών; Πάντως από την παιδική μας ηλικία συμβόλιζε τη μετάβαση από την κόπωση του ταξιδιού στην προσμονή της συνάντησης. Η άφιξη μυρίζει πάντα ξεχωριστά, ανάλογα με τις διαθέσεις και τα βιώματα του χρόνου που κουβαλήσαμε κι εφέτος.

Στο σπίτι. Η κλεισούρα τρυπά τα ρουθούνια. Έχει να ανοίξει από πέρυσι, όμως σε μια μέρα θα είναι εντάξει. Η μυρωδιά του σπιτιού στιγματίζει και προβληματίζει. Κάθε δωμάτιο εμφανίζει μικρές παραλλαγές. Ή τουλάχιστον έτσι είχες πιστέψει στα εφτά σου και η παιδική αλήθεια πακτώθηκε στο μυαλό σου. Πρωινό ξύπνημα, άνετο. Η πρωινή υγρασία της βρεγμένης άμμου και μια αίσθηση σκουριάς ,με την οποία επικάλυψε η θάλασσα καθετί ευάλωτο, σου επιτρέπουν να νιώσεις αμεσότερα το θέαμα. Ο ελληνικός έχει μερικές στιγμές που παίζει μόνος του και κυριαρχεί. Μέχρι να σηκωθεί ο συνταξιδιώτης, όποιος κι αν είναι, και να βάλει στην καφετιέρα γαλλικό φουντούκι, που υπερνικά και τη μερέντα στη φρυγανιά. Η εφημερίδα από την πόλη έχει μπει κι αυτή στην τσάντα και προφανώς ανοίγεται για να μυρίσει εξασθενημένο μελάνι, όπως και μια έκδοση για το Θεοτοκά που έδινε πριν δυο χρόνια μια άλλη εφημερίδα.

Εκεί που έχει καλμάρει το οσφραντικό περιβάλλον ένα πολύ έντονο αντηλιακό καρύδας ή καρότου θα ενοχλήσει. Είναι από τους δίπλα, από τον μεθ’ου, δεν ξέρεις, βρίζεις και όποιον πάρει η μπάλα. Γι’ αυτό επισπεύδεις την παραλία, όπου οι κόκκοι ρυθμίζουν τα πάντα. Της άμμου, του αλατιού και του καφέ.

Το φιδάκι ξεκινάει να καίει από το μεσημέρι και αυτό είναι δεδομένο. Το μεσημεριανό εντάξει το μυρίζεις παντού, πρέπει κάτι να περιθωριοποιήσει το φιδάκι. Ούζο! Πολύ ούζο! Περνάει η ώρα και μένει το ούζο στην ανάσα. Απογευματινές πλύσεις με το θαλασσινό νερό για να φύγει, μετά μπάνιο. Μια ψεκασιά κολόνια. Στην πλατεία, πεζόδρομο ή το κέντρο μυρίζει καλαμπόκι ψητό και ανθρωπίλα.Oι φωνές μυρίζουν. Η ευωδία της ευωχίας. Τα στενά είναι ποτισμένα με λάδι μηχανής, μπαλαμούτι και ούρα, ανθρώπων και σκύλων. Συνεχίζεις όπως θέλεις. Με το ούζο, με τον συνταξιδιώτη ή τα στενάκια.

Όλα μυρίζουν, αρκεί να μη χάσει κανείς την όσφρησή του.